- τηξιμελης
- τηξιμελήςτηξῐ-μελής2истощающий члены, изнурительный
(νοῦσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νοῦσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τηξιμελής — ές, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι μελής] … Dictionary of Greek
τηξιμελεῖ — τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek